πλουταίνω

πλουταίνω
πλούτυνα
1. μτβ., κάνω κάποιον πλούσιο: Τον πλούτυνε το εμπόριο.
2. αμτβ., γίνομαι πλούσιος: Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον ύπνο η ακαμάτρα (παροιμ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλουταίνω — Ν [πλούτος] 1. καθιστώ κάποιον πλούσιο, πλουτίζω 2. γίνομαι πλούσιος 3. παροιμ. «με το νου πλουταίνει η κόρη με τον ύπνο η ακαμάτρα» λέγεται για εκείνους που αυταπατώνται και ξεγελώνται με μάταιες ελπίδες …   Dictionary of Greek

  • πλουτίζω — ΝΜΑ [πλούτος] κάνω κάποιον πλούσιο νεοελλ. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω αρχ. μέσ. πλουτίζομαι αποκτώ πλούτο, γίνομαι πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • πλουτίζω — πλούτισα 1. μτβ., κάνω κάποιον πλούσιο: Και να σε πάρω ψυχογιό, βαριά να σε πλουτίσω (δημ. τραγ.). 2. γίνομαι πλούσιος, πλουταίνω: Όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο και πλουτίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”